-
1 ἐνώπια
ἐνώπ-ια, τά, perh.A face of a wall,ἐ. παμφανόωντα Il.8.435
, Od.22.121, al.; perh. facade, A.Supp. 146(lyr.): later in sg.,ἑκατέρῳ ἐνωπίῳ τῶν στοῶν SIG2588.245
(Delos, ii B. C.).
См. также в других словарях:
ενώπια — ἐνώπια, τα (Α) 1. ο εσωτερικός τοίχος ενός οικοδομήματος που τόν συναντούσε απέναντί του ο εισερχόμενος («ἄρματα δ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα», Ομ. Ιλ.) 2. γενικώς οι τοίχοι τού οικοδομήματος 3. πιθ. πρόσοψη 4. (επιγρ. και στον ενικό)… … Dictionary of Greek